«Ι have a thing» που λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι για τους ανθρώπους που κρύβονται πίσω από τις ετικέτες και τους ιδιαίτερους αμπελώνες αυτού του πλανήτη. Θα μου πείτε «και σιγά τι μας είπες τώρα», και με το δίκιο σας, εφόσον λίγο έως πολύ όλοι όσοι έχουμε μια παραπάνω σχέση με το κρασί αυτό είναι που ψάχνουμε μανιωδώς να ανακαλύψουμε.

 

 Η επίσκεψη μου όμως στην Κύπρο και στους αμπελώνες του οινοποιείου Βουνί Παναγιά ήταν μια πραγματική αποκάλυψη των ανεξερεύνητων «διαμαντιών» που κρύβει ο παγκόσμιος αμπελώνας και που σε πολύ μεγάλο βαθμό προσπερνάμε, ή δεν γνωρίζουμε καν την ύπαρξή τους. Και δυστυχώς μια ολόκληρη ζωή με μια βαλίτσα στο χέρι, δεν θα έφτανε για να ανακαλύψουμε.

 

 

 Η Κύπρος είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου και σίγουρα το κρασί δεν είναι το πρώτο πράγμα το οποίο έρχεται στο μυαλό μας όταν κάποιος αναφέρεται σε αυτή. Ακόμα και αν η περίφημη Κουμανταρία, το ιστορικό γλυκό κρασί του νησιού, ήταν από την εποχή της Ενετοκρατίας ανάμεσα στα πιο φημισμένα κρασιά της εποχής.

 

 Και πώς εξάλλου να φανταστεί κάποιος ότι σε ένα νησί στο συγκεκριμένο γεωγραφικό πλάτος, με ζέστη ακόμα και την περίοδο του χειμώνα, θα μπορούσε να ευδοκιμήσει το αμπέλι για την παραγωγή ποιοτικών κρασιών; Και όμως η επιβλητική παρουσία του όρος Τρόοδος στο κεντρικό και νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού και η ύπαρξη αμπελώνων στις πλαγιές του, σε υψόμετρο που αγγίζει σχεδόν το 1.5 χιλιόμετρο από την επιφάνεια της θάλασσας, καθιστά την αμπελοκαλλιέργεια όχι απλά εφικτή αλλά και μοναδική για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Μαζί με τη Valle d’Aosta και τα κρασιά του Monte Biancο μιλάμε για ορισμένους από τους πιο ορεινούς αμπελώνες ολόκληρης της Ευρώπης.

 

Ανηφορίζοντας στους αμπελώνες

 

 Μια τέτοια ανηφορική διαδρομή πήραμε παρέα με τον Ανδρέα Κυριακίδη, από το οινοποιείο Βουνί Παναγιά, για τα 1150μ. υψόμετρο που είναι το υψηλότερο σημείο της ευρύτερης περιοχής της Πάνω Παναγιάς εκεί που βρίσκονται κάποιοι από τους πιο εντυπωσιακούς αμπελώνες που έχω δει στη ζωή μου. Είναι δύσκολο κάποιος να το περιγράψει αν δεν το δει με τα ίδια του τα μάτια, αλλά στα λευκά εδάφη της περιοχής κάποια αμπέλια σε τρομακτικές κλίσεις έμοιαζαν κυριολεκτικά να αιωρούνται στην κορυφή του κάθε υψώματος. Ορισμένα από αυτά ήταν λες και ήθελαν να αγγίξουν τον ουρανό. Πεζούλες, φυτά σε μορφή κυπέλλου, παλαιοί αμπελώνες, απουσία φυλλοξήρας, σχιστολιθικά και ασβεστολιθικά εδάφη, σπάνιες ποικιλίες, είναι ένας συνδυασμός που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο.

 

 

                                                                                                                                                                                                                                                               Η βόλτα συνδυάστηκε με την πρώτη μου επαφή με τη φύτευση ενός αυτόριζου αμπελώνα στον Κάμπο της Αλίνας. Βλέποντας μια παράδοση που κρατάει στην Κύπρο για αιώνες και που έχει χαθεί από τις περισσότερες περιοχές του πλανήτη, δεν μπορείς να μην αναρωτιέσαι πώς πραγματικά θα ήταν ο ευρωπαϊκός αμπελώνας αν είχε διασωθεί από το έντομο της φυλλοξήρας. Σε κάθε περίπτωση αυτό το οποίο νιώθεις είναι η δύναμη και η ενέργεια της φύσης, μια αέναη πραγματικότητα, η οποία υπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει πολύ μετά από εμάς τους ίδιους. Και αυτό είναι πραγματικά ένα μοναδικό συναίσθημα.

 

Κάνοντας μια στάση

 Κάπου μέσα στο τρεχαλητό της ζωής που βιώνουμε πρέπει να σταθούμε για λίγο να πάρουμε μια ανάσα και να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας. Να καταλάβουμε την αξία ανθρώπων όπως ο κυρ-Ανδρέας που αποφάσισαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στο να διατηρήσουν παραδόσεις και αξίες αιώνων. Χωρίς τον κύριο Ανδρέα και τους όμοιούς του δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε αύριο μεθαύριο να μιλάμε στις νεότερες γενιές για Ξυνιστέρια, Μαραθεύτικα, Γιαννούδια, Βασίλισσες κ.α.

 

 

 Η δικιά μου ολιγόλεπτη στάση από τους ξέφρενους ρυθμούς ήταν στην πέτρα του Αή Ηλιού με το οροπέδιο των Πλακωτών να απλώνεται μπροστά μου και τον κυρ-Ανδρέα με τον γιο του Παύλο να μας κερνάνε σουσιούκους (παραδοσιακό κυπριακό γλυκό από μούστο και ξηρούς καρπούς τη γεύση του οποίου έχω ακόμα στο στόμα μου). Σχεδόν γίναμε ένα με το περιβάλλον, ξαπλωμένοι πάνω στις πέτρες να ρουφάμε με μανία τον κυπριακό ήλιο, εμείς τα παιδιά της πόλης, που τόσο πολύ μας λείπει η επαφή με τη φύση.

 

 

                                                                                                                                                                                                                                                               Λίγο αργότερα συνεχίσαμε την περιμετρική βόλτα μας περνώντας μέσα από μια περιοχή που τα αμπέλια σε κύκλωναν από παντού μετά από κάθε ανηφορική στροφή. Ο Κυρ-Ανδρέας εμπροσθοφυλακή να ανοίγει τον δρόμο και να διηγείται αμέτρητες ιστορίες για τη γενέτειρά του, τα κύπελλα να μοιάζουν λες και υπάρχουν από πάντα φυτεμένα σε αυτές τις πλαγιές και πίσω να ακολουθεί ο Παύλος, ο ένας από τους τρεις γιους του κυρ-Ανδρέα με το δικό του αγροτικό.

 

Η προσπέραση

 Κάποια στιγμή έχοντας αποκτήσει την πλήρη εικόνα της περιοχής, έχοντας ανάψει κεράκι στον προφήτη Ηλία, έχοντας δει το απότομο της τοπογραφίας, τις χαράδρες, τους γκρεμούς, τα κρεμασμένα «κύπελλα» πήραμε το δρόμο της επιστροφής για τα 830μ. που βρίσκεται το οινοποιείο για να δοκιμάσουμε κρασιά.

 Σε μια στιγμή της διαδρομής, ο Παύλος, οδηγώντας, μπήκε μπροστά και άρχισε να οδηγεί λίγο πιο γρήγορα προς το οινοποιείο, προφανώς για να προετοιμάσει τη γευστική δοκιμή που θα ακολουθούσε. Δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία εκείνη τη στιγμή, αλλά λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια της γευσιγνωσίας, βλέποντας πατέρα και γιο δίπλα δίπλα αυτή η προσπέραση απέκτησε -στο παρανοϊκό όπως συνήθως μυαλό μου- τρομερό σημειολογικό ενδιαφέρον.

 

 Ο Παύλος άρχισε να μας ανοίγει ότι κρασί παράγει το οινοποιείο, τα τρομερά πειράματα που κάνουν μαζί με τον αδερφό του τον Γιάννη δοκιμάζοντας στα άκρα τις κυπριακές ποικιλίες, προσπαθώντας και οι ίδιοι να τις εξερευνήσουν, κρασιά από τις τρέχουσες ή παλαιότερες χρονιές, δίνοντας πληροφορίες για τα κρασιά, τις ποικιλίες, τις ετικέτες. Προφανώς και είχαμε βρει τον παράδεισό μας.

 Σε εκείνες τις στιγμές αντιλήφθηκα τη σημασία εκείνης της προσπέρασης και την ουσιαστική προσφορά του κυρ-Ανδρέα. Δεν είναι απλά το γεγονός ότι οραματίστηκε το κυπριακό κρασί σε μια διαφορετική θέση απ’ αυτή που ήταν πολλά χρόνια πριν, ότι ασχολήθηκε πρώτος με τις γηγενείς κυπριακές ποικιλίες, σε μια εποχή που κανείς άλλος δεν το έκανε, ότι διέσωσε πολλές από αυτές και συνεχίζει να ψάχνει κάθε πρέμνο της περιοχής του για να βρει και άλλες.

 

 Το σπουδαιότερο επίτευγμά του είναι ότι όλη αυτή του η προσπάθεια βρίσκει συνέχεια, ότι τέτοιοι άνθρωποι με έναν μαγικό τρόπο καταφέρνουν και μεταδώσουν τις αξίες τους και βρίσκουν συνοδοιπόρους στην προσπάθειά τους. Ο Γιάννης, ο Παύλος και ο Πέτρος έχουν προσπεράσει συνεχίζοντας την καταπληκτική δουλειά του πατέρα τους. Και το δικό μου μυαλό γυρνάει πίσω στην φύτευση του αυτόριζου αμπελώνα και σε εκείνη την απερίγραπτη αίσθηση που εισέπραξα.

 

Είμαι πλέον σίγουρος πως ο κυρ-Ανδρέας έπραξε το καθήκον του με τον καλύτερο τρόπο δίνοντας την ευκαιρία σε αυτόν τον μοναδικό αμπελώνα να συνεχίσει τη μακρά διαδρομή του στο χρόνο. Σκέφτομαι ότι ήρθε η σειρά μας να πράξουμε και το δικό μας, «φωνάζοντας» πως σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη υπάρχουν καταπληκτικοί άνθρωποι, συγκλονιστικά αμπέλια, μοναδικές ποικιλίες με τρομερό παρελθόν, σπουδαίο παρόν και σίγουρα πολύ καλύτερο μέλλον.

 

Γρηγόρης Μιχαήλος DipWSET